- κοντυλιά
- ηγραμμή που γράφει το κοντύλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντυλιά — και κονδυλιά, η γραμμή που γράφεται με κοντύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ιά (πρβλ. μολυβ ιά, πινελ ιά)] … Dictionary of Greek
χρυσοκονδυλιά — η, ΝΜ, και χρυσοκοντυλιά, Ν 1. (στην μεταβυζαντινή αγιογραφία) διακόσμηση με χρυσό τών πτυχώσεων τών ενδυμάτων τών αγίων 2. διακόσμηση αρχαίων χειρογράφων με χρυσά γράμματα, ποικίλματα και μικρογραφίες 3. συνεκδ. χρυσό ποίκιλμα σε κώδικα ή σε… … Dictionary of Greek
κονδύλια — η βλ. κοντύλια … Dictionary of Greek
κοντυλοθήκη — και κονδυλοθήκη, η (Μ κονδυλοθήκη) θήκη για κοντύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + θήκη (< θήκη), πρβλ. δελτιο θήκη, ιματιο θήκη] … Dictionary of Greek
πενιά — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek